-
1 кооператив
кооператив м η κοοπερατίβα, ο συνεταιρισμός жилищно-стройтельный \кооператив о οικοδομικός συνεταιρισμός* * *мη κοοπερατίβα, ο συνεταιρισμόςжили́щно-строи́тельный кооперати́в — ο οικοδομικός συνεταιρισμός
См. также в других словарях:
συνεταιρισμός — Ως γενικότερη έννοια, σ. είναι κάθε οργανωμένη σύμπραξη πολλών προσώπων που επιδιώκουν τον ίδιο, συγκεκριμένο σκοπό. Την ελευθερία της συγκρότησης τέτοιων ομάδων συνεργασίας για την επιδίωξη νόμιμων σκοπών εγγυούνται τα συντάγματα όλων των… … Dictionary of Greek